συμπιέσει

συμπιέσει
συμπίεσις
compression
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
συμπιέσεϊ , συμπίεσις
compression
fem dat sg (epic)
συμπίεσις
compression
fem dat sg (attic ionic)
συμπιέζω
press
aor subj act 3rd sg (epic)
συμπιέζω
press
fut ind mid 2nd sg
συμπιέζω
press
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… …   Dictionary of Greek

  • ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… …   Dictionary of Greek

  • Τζοβάνι Πιζάνο — (Giovanni Pisano ; 1245 50 – ; μετά το 1314). Ιταλός γλύπτης, αρχιτέκτονας και οικοδόμος. Η μεγάλη παιδεία του, που φανερώνει ότι ήταν γνώστης των γοτθικών νεωτεριστικών αντιλήψεων και βαθύς μελετητής των αρχαίων αναγλύφων, έκανε πολλούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”